Ο φωτογράφος. Ο κόσμος μέσα από τα δικά μου μάτια
Με κοίταξε. Το βλέμμα της πάγωσε το αίμα μου. Μια ανατριχίλα διαπέρασε ολόκληρο το σώμα μου. Το πρόσωπο της έδειχνε χλωμό. Δεν ήξερα πια τι να περιμένω. Δυο λόγια ξεστόμισε μονάχα, και πέθανε. Από εκείνο το βράδυ κι έπειτα όλα άλλαξαν για μένα. Την αγαπούσα τόσο πολύ. Δεν έπρεπε να την απογοητεύσω, τα λόγια της μου είχαν δώσει κουράγιο. Το επόμενο πρωί κιόλας μάζεψα λίγα πράγματα, τα στρίμωξα σε ένα σακίδιο, κι έφυγα.
Ταξιδεύω μέρες, όμως τα πόδια μου δεν αντέχουν άλλο. Δεν έχω βρει αυτό που ψάχνω ακόμα. Πρέπει να συνεχίσω, η κούραση με τραβά πίσω, μα οι σκέψεις με τα λόγια της μου δίνουν και πάλι δύναμη. Η δύση του ηλίου πλησιάζει, έτσι θα ξαποστάσω στην αμμουδιά, πλάι στον απαλό ήχο των κυμάτων, που πηγαινοέρχονται και κάνουν συντροφιά στους πολυταξιδεμένους, σαν κι εμένα. Πράγματι, δεν ήμουν ο μόνος που απολάμβανε την ηρεμία σε αυτό το μέρος. Οπουδήποτε κι αν γυρνούσα το βλέμμα μου, αντίκριζα κουρασμένους και ταλαιπωρημένους ταξιδιώτες. Παρά το πλήθος όμως, κυριαρχούσε διαρκώς η γαλήνη. Ο ήλιος έπεφτε κι ένα ελαφρύ αεράκι δρόσιζε το πρόσωπό μου. Ο δίσκος του βυθιζόταν στην απέραντη θάλασσα σιγά σιγά. Μια νέα μέρα θα ξημέρωνε, νέα συναισθήματα θα αναδύονταν, νέα κατορθώματα θα επιτυγχάνονταν, νέοι δρόμοι θα κατακτιόνταν. Ένα μικρό κομμάτι του, που απέμενε έξω από την επιφάνεια, καθρεφτιζόταν στα ολοκάθαρα νερά, σχηματίζοντας ένα ατέλειωτο μονοπάτι που σε μάγευε στην στιγμή. Οι σκέψεις μου χάνονταν, έφευγαν μακριά από τα λόγια εκείνης, μέχρι που παρατήρησα μια γυναίκα να κοιτά κι αυτή χαμένη το εντυπωσιακό τοπίο.
Η γυναίκα φαινόταν μεγάλη σε ηλικία. Το πρόσωπό της ζαρωμένο, γεμάτο ρυτίδες, σκαμμένο από τη ζωή. Τα μάτια της εκστατικά να κοιτούν με δέος το όμορφο τοπίο, το χαμόγελό της, σαν μικρού παιδιού… Τα μαλλιά της κρυμμένα κάτω από ένα μαντίλι. Που μπορεί να ήταν χαμένη αυτή η γυναίκα; Το βλέμμα της ήταν νοσταλγικό, για ποιο λόγο άραγε; Από που ήρθε και κάθισε εδώ να ξαποστάσει; Κάθισα δίπλα της.
– Τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος είναι εντυπωσιακά, ξεκινούν από το βαθύ κόκκινο, έπειτα στο πορτοκαλί αναμιγμένο με το φωτεινό κίτρινο και στο τέλος δημιουργούν μια μεγάλη έκρηξη χρωμάτων στον απέραντο ουρανό, της είπα αμήχανα.
– Πανέμορφο! Ευχαριστώ παλικάρι μου, μου απάντησε εκείνη.
– Μα για ποιον λόγο με ευχαριστείτε, παραξενεύτηκα.
– Μου περιέγραψες το ηλιοβασίλεμα, κανείς δεν το έχει κάνει ξανά αυτό για εμένα, ήταν ξεχωριστό. Η περιγραφή σου, με έκανε να το δω, να το δω για πρώτη φορά μετά από καιρό.
Γύρισα και την κοίταξα. Κείνα τα μάτια, που εκστατικά νόμιζα, ότι θαύμαζαν το ηλιοβασίλεμα, ήταν σβησμένα, νεκρά.
– Πως φτάσατε ως εδώ, συνέχισα διστακτικά.
– Εγώ παιδί μου, είμαι Παλαιστίνια, όμως βλέπεις δεν κατάφερα να μείνω στην πατρίδα. Αιματηρές συγκρούσεις έζησα, ωσότου καταφέρω να ξεφύγω από τους εχθρικούς Ισραηλίτες. Ο επόμενος προορισμός για εμένα και την οικογένειά μου ήταν η Συρία, για κακή μας τύχη δηλαδή, αφού ξεκίνησε ο εμφύλιος εκεί… Υπάρχει ακόμα ελπίδα για εμένα και την οικογένειά μου, κάποτε να ελευθερωθούμε από τα δεσμά που η βαρβαρότητα των ανθρώπων μας έδεσε. Θα μπορέσουμε να ζήσουμε τη δική μας ουτοπία, μια ζωή χωρίς σκλαβιά και βαναυσότητα.
Σιγή ακολούθησε μετά τα λόγια της. Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό μου. Μια γυναίκα, τυφλή, τραυματισμένη στην ψυχή, μακριά από την πατρίδα της για χρόνια, δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να ελπίζει, ότι η ζωή της θα γίνει καλύτερη. Στο ρυτιδιασμένο της πρόσωπο ήταν χαραγμένες όλες οι δυστυχίες και οι αντιξοότητες της ζωής της, όλες οι προσπάθειες να κρατηθεί στη ζωή εκείνη και οι δικοί της άνθρωποι. Βλέπει με τα μάτια της ψυχής, κάτι που λίγοι άνθρωποι καταφέρνουν, γιατί μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά, την ουσία δεν μπορούν να τη δουν τα μάτια.
Τούτο το πρόσωπο μου θύμισε μια συγκλονιστική στιγμή, που είχα ζήσει και είχα απαθανατίσει με τη φωτογραφική μου μηχανή στο παρελθόν. Χιλιάδες πρόσφυγες αγωνιούσαν καθημερινά για ένα μονάχα καρβέλι ψωμί, κάτι που άλλοι άνθρωποι στον κόσμο το υποτιμούν, το θεωρούν δεδομένο. Μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, όλοι τους σπρώχνονταν στο πλήθος. Μια φρατζόλα ψωμί πετάχτηκε ξαφνικά στο κενό. Δεκάδες χέρια υψώθηκαν ψηλά. Τα πρόσωπα των ταλαιπωρημένων ανθρώπων πλημμύριζαν από προσμονή να πιάσουν λίγο ψωμί, να φάνε, να κρατηθούν στη ζωή. Κι αν βρισκόταν αυτή η ηλικιωμένη στο πλήθος των προσφύγων; Κι αν έχει ζήσει παρόμοιες εμπειρίες;
Χωρίς να καταστρέψω τη γαλήνη, τράβηξα μια φωτογραφία την ηλικιωμένη γυναίκα κι έφυγα. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Περπατούσα μόνος στους έρημους δρόμους της πόλης. Ώσπου… έφτασα. Στάθηκα μπρος στην είσοδο του κοιμητηρίου, ποιος θα το φανταζόταν… Το φως του ήλιου είχε πια χαθεί. Αχνό φως έφεγγε ίσα ίσα το μονοπάτι. Προχωρούσα βυθισμένος στις σκέψεις μου. Τριγύρω μου υπήρχαν δεκάδες φθαρμένες από το χρόνο ταφόπλακες. Σταμάτησα και γονάτισα σε μια από αυτές. Πάνω στην πλάκα ήταν χαραγμένη η φράση «κάνε τους άλλους να δουν την αλήθεια, μέσα από τα δικά σου μάτια». Κοίταξα και πάλι την πλάκα. Οι σκέψεις μου εξαφανίστηκαν στη στιγμή. Είναι αυτά τα λόγια που με ακολουθούν σε κάθε μου βήμα, από τότε που έφυγε από τη ζωή. Κάθισα στο χώμα και της είπα:
– Μητέρα, η απουσία σου με έκανε πιο δυνατό, πιο δυνατό για να αντιμετωπίσω την ασχήμια του κόσμου. Τα λόγια σου ενωθήκαν με την ψυχή μου. Μου έμαθες να εκτιμώ ό,τι έχω, να προσφέρω αυτό που μπορώ και να σέβομαι το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στη ζωή. Με δίδαξες, ότι ακόμη και μια μέρα ειρήνης, και μια ζωή να σωθεί, είναι ένα μεγάλο κέρδος για την ανθρωπότητα. Ακόμη και όταν ξεψυχούσες σκέφτηκες εμένα, πώς θα με βοηθήσεις να προχωρήσω στον υπόλοιπο βίο μου. Έτσι προσπάθησα να πραγματοποιήσω, όσα μου έμαθες, με τη βοήθεια του φωτογραφικού φακού μου. Ήμουν μικρός ακόμα, όταν μου αγόρασες την πρώτη μου φωτογραφική μηχανή και απαθανάτιζα, ό,τι μου τραβούσε την προσοχή. Τώρα όμως, είμαι μεγάλος πια και καταφέρνω να δημιουργώ φωτογραφικά έργα, μέσω των οποίων κάποιοι άνθρωποι ευαισθητοποιούνται, χάρη στη δική μου ματιά. Για όλα αυτά λοιπόν σε ευχαριστώ ολόψυχα και ελπίζω να σε κάνω καθημερινά υπερήφανη για αυτόν που δημιούργησες, μητέρα!
Ο ήλιος ανέτειλε. Μια νέα μέρα ξημέρωσε, νέα συναισθήματα θα αναδύονταν, νέα κατορθώματα θα επιτυγχάνονταν, νέοι δρόμοι θα κατακτιόνταν…
Η ΘΡΥΛΙΚΗ ΑΠΟΒΑΣΗ
Ο στρατιώτης Richard που υπηρέτει στις ειδικές δυνάμεις στρατού του Καναδά, γράφει στο ημερολόγιό του για την φρικτή μάχη στα παράλια της Νορμανδίας ανάμεσα στους Συμμάχους και στις Δυνάμεις του Άξονα. Περιγράφει την δική του εμπειρία από την πλευρά των Συμμάχων με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, ως ένας επιζώντας αυτής της ιστορικής μάχης που καθόρισε την εξέλιξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ξημερώματα, 6 Ιουνίου 1944, Νορμανδία.
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Σήμερα, εγώ και το υπόλοιπο πλήρωμα της φρεγάτας κοιμηθήκαμε μόλις δύο ώρες καθώς σκοπεύαμε στις έξι το πρωί εμείς και περίπου άλλοι εκατό πενήντα έξι χιλιάδες στρατιώτες των Συμμαχικών Δυνάμεων να βρισκόμαστε στην παραλία Ομάχα και να πολεμάμε με τους Γερμανούς. Γύρω στις τρεις το χάραμα σηκωθήκαμε όλοι από τις στενές κουκέτες που κοιμόμασταν και πήγαμε στην τραπεζαρία ώστε να φάμε πρωινό.
Εκεί μας μίλησε ο διοικητής, λέγοντας πως σήμερα θα επιχειρούσαμε την πιο επικίνδυνη αποστολή που έχει γίνει ποτέ στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μας είπε και κάποια άλλα πράγματα αλλά σταμάτησα να τον ακούω. Μετά από λίγη ώρα έφυγε από την αίθουσα και οι στρατιώτες άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους. Αυτός που καθόταν δίπλα μου άρχισε να λέει πως διαφωνεί με την απόφαση να διεξαχθεί αυτή η μάχη λέγοντας πως είναι βέβαιος θάνατος. Ένας άλλος αποκάλεσε την αποστολή ομαδική αυτοκτονία, όμως εγώ δεν τους έδινα πολλή σημασία, έτρωγα και σκεφτόμουν τον αδελφό μου, ο οποίος σκοτώθηκε πολεμώντας γενναία σε μια μάχη στην Ιαπωνία.
Αργότερα πήραμε εντολή να φύγουμε από την τραπεζαρία για να πάμε να φορέσουμε τις στολές μας. Όταν ντυθήκαμε συγκεντρωθήκαμε όλοι στο κατάστρωμα και αρχίσαμε να μπαίνουμε στις βάρκες οι οποίες θα μας μετέφεραν στην ακτή της Γαλλίας. Στην βάρκα στην οποία ήμουν εγώ, επιβιβάστηκε και ο φίλος μου ο Kevin που φαινόταν τρομαγμένος και ανήσυχος, όπως και οι περισσότεροι στρατιώτες. Ύστερα από λίγο τα πλοιάρια ξεκίνησαν να πλέουν προς την Ομάχα και ο Kevin έβγαλε από την τσέπη του μια φωτογραφία που απεικόνιζε τα παιδιά του και την κοιτούσε με βουρκωμένα μάτια. Ξαφνικά άρχισα να αγχώνομαι για το τι θα συμβεί στη μάχη και κυρίευσαν το μυαλό μου πολλά ερωτήματα… Θα καταφέρω να επιβιώσω; Θα νικήσουμε στη μάχη αυτή; Θα μπορέσω να επιστρέψω στην οικογένειά μου;
Λίγη ώρα αργότερα, άρχισαν να ακούγονται πυροβολισμοί και όλοι σκύψαμε γρήγορα ώστε να μην χτυπηθούμε από τις σφαίρες οι οποίες σφύριζαν στον αέρα. Αυτή τη στιγμή όλοι καταλάβαμε πως είχαμε φτάσει στην παραλία και είχαμε δίκιο. Οι βάρκες σταμάτησαν στη ξηρά. Εγώ έκανα τον σταυρό μου, έπιασα σφιχτά το όπλο μου, το όπλισα και η πόρτα του πλοίου άρχισε να ανοίγει. Τότε όλοι αρχίσαμε να τρέχουμε στην παραλία και ευτυχώς εγώ και ο Kevin καλυφθήκαμε πίσω από έναν μικρό βράχο.
Μου πήρε ώρα να συνειδητοποιήσω το τι συνέβαινε γύρω μου, άκουγα ασταμάτητους πυροβολισμούς, κάποιοι από τους οποίους περνούσαν ακριβώς δίπλα από το κεφάλι μου, στα αυτιά μου ηχούσαν ουρλιαχτά και κραυγές. Κοιτούσα απεγνωσμένα την παραλία και έβλεπα στρατιώτες να πέφτουν στην άμμο, ελπίζοντας να βρουν μια πρόχειρη κάλυψη ώστε να αποφύγουν τα πυρά που έρχονταν σαν βροχή κατά πάνω τους, από το εχθρικό Γερμανικό Μπάνκερ, το οποίο βρισκόταν απέναντί μας, πάνω σε έναν ψηλό λόφο. Έβλεπα στρατιώτες να ξεψυχούν μπροστά στα μάτια μου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και έντονα την αισθανόμουν να χόρευε μέσα στο στήθος μου, είχα τρομοκρατηθεί.
Ξαφνικά άκουσα τον Kevin να μου λέει πως έπρεπε επειγόντως να μετακινηθούμε, διότι ο βράχος στον οποίο είχαμε κρυφτεί ήταν εκτεθειμένος στα εχθρικά πυρά. Τότε χωρίς δεύτερη σκέψη άρπαξα το όπλο μου, σηκώθηκα και άρχισα να ακολουθώ τον Kevin και έτσι φτάσαμε σε έναν χαμηλό αμμόλοφο. Εκεί, ύψωσα το όπλο μου, σημάδεψα και σκότωσα δύο Γερμανούς οι οποίοι ήταν ακάλυπτοι.
Δυστυχώς όμως, όταν ζήτησα από τον Kevin να μου δώσει έναν γεμιστήρα ώστε να μπορέσω να οπλίσω το όπλο μου δεν απάντησε, γύρισα το κεφάλι μου να δω τι συνέβαινε και αντίκρισα κάτι ανατριχιαστικό. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο έδαφος και κρατούσε την κοιλιά του η οποία αιμορραγούσε (προφανώς είχε χτυπηθεί από τους εχθρούς). Πάγωσα, δεν ήξερα πως να αντιμετωπίσω αυτήν την κατάσταση, αλλά ό,τι και να έκανα θα ήταν μάταιο, καθώς ήταν ζήτημα λεπτών να αποχαιρετήσει αυτόν τον κόσμο σαν ήρωας. Έτσι και έγινε, ο φίλος και συμπολεμιστής μου πέθανε, και εγώ ήθελα να εκδικηθώ για χάρη του. Πήρα τις σφαίρες που κουβαλούσε, τις έβαλα στο όπλο μου και άρχισα να πυροβολώ αδίστακτα τους αντιπάλους.
Τότε είδα τους συμπολεμιστές μου να αλλάζουν τοποθεσία και να πηγαίνουν προς το μέρος των εχθρών. Αμέσως κατάλαβα πως η πλευρά μας επικρατεί στη μάχη και αισθάνθηκα μια ελαφριά δόση χαράς. Έτσι πήγα μαζί τους. Όταν όμως έτρεχα προς το μέρος τους, ένιωσα έναν ανυπόφορο πόνο στο στήθος και έπεσα στο έδαφος αναίσθητος.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου βρισκόμουν σε μια σκηνή, ξαπλωμένος σε ένα μικρό κρεβάτι. Διαπίστωσα πως ήμουν σε νοσοκομείο και κατάλαβα ότι νικήσαμε την μάχη στην Νορμανδία, καθώς άκουσα κάποιους ιατρούς να συζητάνε για αυτό. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα σαν ήρωας και ήμουν πολύ ευτυχισμένος που επιβίωσα και μπόρεσα να φύγω από το κολαστήριο, την Ομάχα…
<< Το καλοκαίρι >>
Το καλοκαίρι έρχεται
Ωστόσο ο κορονοιός ακόμη μαίνεται
Με απελπισία βαριανασαίνω
Το πότε θα ανοίξουμε περιμένω
Μάσκες πρέπει να βάλουμε
Τεστ και εμβόλια να κάνουμε
Μέχρι τότε πρέπει να μείνουμε κλεισμένοι
Μακριά από φίλους , αγανακτισμένοι
Τα διαδικτυακά μαθήματα συνεχίζουν
Ενώ τα αυτιά μου κουδουνίζουν
Όμως αισιόδοξος παραμένω
Έχω ελπίδα , επιμένω
Όσο τα μέτρα μας διατηρούμε
Πιστεύω ότι δεν θα ξαφνιαστούμε
Όταν και πάλι στις παραλίες πάμε
Καθισμένοι στην αμμουδιά να τραγουδάμε
Την παρέα απολαμβάνοντας
Τις έγνοιες ξεχνώντας
Το καλοκαίρι ονειρευόμαστε
Ταξιδεύουμε , φανταζόμαστε
Για το παρών
Αλλά και για το μέλλον
Άπειρα κενά και ποιος όμως να τα καλύψει για δύο φτερά
Πιο παλιά υπήρξε μία γυναίκα ονομαστή Μάρθα Χρυσοβαλάδου. Ήταν ελληνίδα και ζούσε στην Αθήνα, συγκεκριμένα στο κέντρο του Συντάγματος. Είχε μία εξαιρετική μητέρα και συζητούσαν εδώ και αρκετό καιρό να κάνουν ένα μόνιμο ταξίδι στο εξωτερικό. Ήξερε κατά μία βάση, ότι αν δεν είχε πάει στο Φορκς δεν θα ήταν αντιμέτωπη με τον θάνατο τώρα. Ήταν όλα φυσιολογικά στη ζωή της, σαν μία καθημερινή μέρα στο σπίτι τους, περπατούσε το πρωί για να φέρει το πρωινό στη μητέρα της καθώς η μητέρα της ήταν τόσο ακίνητη έως νεκρή στην δεξιά μεριά του κρεβατιού της. Είχε ειδοποιήσει το ασθενοφόρο της πόλης για να δει τι είχε ή αν μπορεί να ζούσε μέχρι και τότε. Δυστυχώς οι ευχές και οι ελπίδες συντριπτικά διότι ήταν όντως νεκρή. Η Μάρθα είχε καταλήξει σε μία πόλη πού δεν την ήξερε σχεδόν καθόλου και ήταν εντελώς μόνη της, ήταν τρομερά απελπισμένη καθώς είχε βγει έξω στον κήπο της καθισμένη κάτω στο χορτάρι, χαϊδεύοντας απαλά μία άσπρη χνουδωτή γάτα με μπλε σκούρα μάτια. Σηκώνεται πάνω και πάει μία βόλτα σε ένα μικρό δασάκι εκεί πέρα κοντά. Επιπλέον έξω στην Ολυμπιακή Χερσόνησο της νοτιοδυτικής Πολιτείας της Ουάσινγκτον βρίσκεται αυτή η μικρή πόλη ονομαστή Φόρκς. Συνέχιζε αυτό το αργό περπάτημα καθώς φορούσε το αγαπημένο της πουκάμισο, με πολλές όμορφες και με διάφορα διαφορετικά σχέδια δαντέλες. Το φορούσε σαν αποχαιρετιστήρια κίνηση. Ένα κατάλευκο κοράκι σε αυτά τα πέντε λεπτά που είχε περπατήσει μέσα από αυτό το μονοπάτι, την κοιτούσε επίμονα με ένα όμορφο χαμόγελο πίσω από το ράμφος του. Στους τρομερούς φόβους πού αιωρούνταν στην άκρη της συνείδησης από όλα αυτά τα θέματα και τα προβλήματα που είχε βιώσει σε αυτήν την πόλη, δεν μπορούσε να κρύψει τη θλίψη της, ήταν αδύνατον όμως να αντισταθεί σε αυτά τα μάτια που την κοιτούσαν με την επίμονη χαρά του βλέμματος του. Ερχόντουσαν ο ένας πιο κοντά στον άλλον, η Μάρθα με τα ωραία της παπουτσάκια και αυτό το κατάλευκο κοράκι από κλαδί σε κλαδί. Είχαν κάτσει και οι δύο πάνω σε ένα κούτσουρο προς τα πλάγια ώστε να βλέπονται, η Μάρθα τότε ήταν 28 χρονών και θα έκλεινε τα 29 χρόνια της. Αυτό το κοράκι ήταν πραγματικά πανέμορφο, δεν μπορούσε να σταματήσει να το κοιτάζει στα μάτια, δεν δίστασε και να το ρωτήσει αν μπορεί να το φωνάζει Τζάσπερ, το μονάκριβο όνομα του πατέρα της καθώς από τις γύρες που έκανε τριγύρω της, με τα πούπουλα που φτερούγιζαν πάνω στα μεγάλα υπέρλαμπρα φτερά του, διέκρινε πως του άρεσε αρκετά. Από τότε κάθε μέρα ξύπναγε, έκανε τα βασικά, έπαιρνε ένα καλαθάκι με λίγα φρούτα, ψωμί και μαρμελάδα και πήγαινε αμέσως από αυτό το μικρό μονοπατάκι που οδηγούσε σε αυτό το όμορφο κοράκι και καθόντουσαν από τότε αγαπημένοι μαζί σαν ο ένας για τον άλλον. Όσο περνούσε όμως ο καιρός, ο Τζάσπερ και η Μάρθα άρχισαν να ερωτεύονται ο ένας τον άλλον, πράγμα που τους είχε συνδέσει. Τότε μετά από αρκετό καιρό αποφάσισαν να έχουν μία σοβαρή σχέση μεταξύ τους. Ήταν σαν ένα ζευγάρι ανθρώπων μαζί, μόνο που αντί για άνθρωπος ο άντρας ήτανε ένα κοράκι, καθώς και αφότου ήτανε μία κανονική σχέση, έκαναν και ότι έκαναν οι άνθρωποι μεταξύ τους . Μετά από κάτι χρόνια όταν η Μάρθα έγινε κάπου στα 32 χρόνια της, είχε μείνει έγκυος και τότε μην πολυλογούμε, όλα άρχισαν από την πρώτη νότα της αναπνοής του. Το 1944 η πορεία άρχιζε, καθώς οι πράξεις μαρτυρούσαν. Ο μικρός Τσάρλι ήταν ένα νεογέννητο μωρό και όμως αυτό που θα άρχιζε την διαφορετικότητα. Ήταν αυτό το νεογέννητο μωρό με αυτά τα δύο κατάλευκα σαν το χιόνι φτερά. Όλοι όσοι το είχαν δει στο νοσοκομείο το είχαν πει άγγελο, δεν μπορούσε και κάποιος να τους διαψεύσει διότι θεωρούνταν θαύμα της φύσης. Σε κάποιους άλλους όμως δεν άρεσε, κυριευόντουσαν από την ζήλια η και άλλα που το μυαλό δεν πιάνει. Κάποιοι δεν συμπαθούσαν την διαφορετικότητα, και για αυτό είπαν να την αφαιρέσουν, διότι αν ο Τσάρλι είχε αρκετούς απογόνους θα μπορούσε να γίνει ακόμα και μία ολόκληρη διάλεκτος από αυτό το είδος ανθρώπου. Κάποιοι άνθρωποι που θεωρούσαν ότι αυτό το παιδί έχει έρθει από κάποια θεότητα ή ότι είναι άγγελος, τους είπαν να φύγουν αμέσως για να μην το σκοτώσουν. Η Μάρθα πήρε το παιδί και πήγε γρήγορα στο δάσος για να δει τον Τζάσπερ. Του είπε φυσικά όλα αυτά που έγιναν για το παιδί, και αποφασίστηκε να μεγαλώσει στο δάσος. Περνούσαν τα χρόνια σαν τους αέρηδες στα φτερά του Τσάρλι και είχε γίνει πλέον ένας ψηλός και δυνατός άντρας καθώς ήθελε να ζήσει και απ’ έξω από το δάσος να εξερευνήσει και να δει τι υπάρχει σε αυτόν τον μεγάλο κόσμο εκεί έξω. Μια μέρα βγήκε έξω από το δάσος παίρνοντας εντελώς τυχαία το μονοπάτι που έπαιρνε η μητέρα του η Μάρθα . Δεν περνάει πολλή ώρα και ακούγονται κάτι σαν ουρλιαχτά, κοιτάζει από εκεί πάνω που πετούσε τι γίνεται ή μήπως κάποιος χρειαζόταν βοήθεια . Όχι βέβαια πως ίσχυαν οι συνηθισμένοι, και όμως επειδή τα σύννεφα τον καλύπταν, αυτή η γυναικά που φώναζε νόμιζε πως έβλεπε ένα τέρας. Ήταν μαζί της ο άντρας της καθώς και είχε ένα όπλο και προσπαθούσε να στοχεύσει με δυσκολία αφότου ήταν και μεγάλος άνθρωπος. Ο Τσάρλι φτάνει μέχρι κάτω και απλά πιάνει σε αυτό το κλάσμα του δευτερολέπτου λίγο τον ώμο της γυναίκας. Ένιωσε τα δροσερά του δάχτυλα να πιάνουν απαλά το δέρμα της, σαν την μητέρα του όταν χάιδευε αυτήν την όμορφη χνουδωτή γάτα, σε αυτό το παλιό αυλάκι του κήπου τους πριν φύγουν. Η γυναίκα κατάλαβε πως αυτό το άγγιγμα ήταν τα πάντα εκτός άγγιγμα τέρατος παρά μόνο ενός φωτός που πέρασε λίγο από μπροστά της . Ο Τσάρλι είχε καταλάβει πλέον πως αν είναι διαφορετικός, οι πιο πολύ δεν θα τον αποδεχτούν μα στην ζωή λίγοι θα σταθούν, και ας είναι αυτός ο ένας μοναδικός αλλά έζησε και θα ζήσει και άλλα για τον εαυτό του και για την αγαπητή οικογένειά του.
Ψευδώνυμο: Mr strawberry.
ΤΟ ΨΥΧΟΓΡΑΦΗΜΑ
Πριν κάποιους μήνες μου δόθηκαν δυο φτερά, πέταξα. Από που να αρχίσω; Πού να τελειώσω; Από πού να πιάσω τι συνέβη και πού να καταλήξω; Τι να πρωτοπώ; Πώς όταν συνέβη ένιωσα την καρδιά μου να φεύγει από τη θέση της; Να χτυπά πιο δυνατά, πιο γρήγορα απ’ ότι συνηθίζει. Πιο επίμονα, σαν παιδική γεμάτη όρεξη για ζωή. Σαν να τη χτύπησε κεραυνός.
Κεραυνός όμως, σημαίνει βροχή. Και πράγματι δεν έβρεχε απλώς, ζούσα σε έναν κατακλυσμό. Πλημμυρισμένη η ψυχή. Από καταπιεσμένα δάκρυα που συγκράτησα βίαια, από λυγμούς που κατέπνιξα, από αναστεναγμούς που δεν άφησα να αντηχήσουν, από σιωπές που δεν επέτρεψα να ακουστούν. Από πού προήλθαν; Ξέρεις. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που σου μιλώ, επειδή ξέρεις. Ξέρεις πράγματα που κανείς δεν γνωρίζει για εμένα. Γιατί αντιλαμβάνεσαι πως μπορεί να έχουν περάσει χρόνια, όμως κάθε μέρα σε σκέφτομαι. Κι όμως κάθε μέρα το ίδιο μου λείπεις. Νιώθω ακόμα αυτό το κενό. Δεν γέμισε όχι. Ούτε και θα γεμίσει. Ξέρεις ότι έχεις διεκδικήσει ξεχωριστή θέση στους συλλογισμούς μου. Ξέρεις. Ξέρεις πως παρόλο που δεν είσαι κοντά μου σε αισθάνομαι δίπλα μου. Να επιβεβαιώνεις, να καθησυχάζεις, να ακούς, να ζεις.
Μα το κενό παραμένει κενό. Γιατί σου μιλώ; Ίσως γιατί καταλαβαίνεις. Γιατί ακούς πάντα με υπομονή. Ίσως επειδή δεν ψάχνεις λογική, δεν απαντάς, δεν κρίνεις. Σε χρειάζομαι, γιατί είσαι… σε πλεονεκτική θέση. Είσαι θεατής και όχι παίκτης. Τώρα θα μου πεις, την δική σου παρτίδα την τερμάτισες. Είναι ώρα να προχωρήσω στη δική μου.
Βλέπεις όμως σταματώντας να παίζεις, με επηρέασες. Ξερή άφησες την ψυχή μου, φεύγοντας, σαν βραδινή έρημο. Σκοτεινή, αφυδατωμένη, με ρωγμές· ραγισμένη. Το έδαφος ήταν ασταθές. Σε κάθε μου βήμα βούλιαζα στην άμμο, με δυσκολία στεκόμουν όρθια ή βάδιζα. Ύστερα, άρχισε να βρέχει. Στην αρχή ψιχάλιζε ίσα ίσα να δροσιστώ, μα αισθανόμουν πως θα πνιγόμουν όσο δυνάμωνε η μπόρα, θα βυθιζόμουν στη θλίψη και δεν θα ξαναέβγαινα ποτέ στην επιφάνεια. Κάτω απ’ τη στάθμη του νερού, δεν θα χρειαζόταν να κλάψω άλλο. Τα μάτια μου θα ήταν για πάντα υγρά. Μα πάνω που άκουγα το κύκνειο άσμα, αυτήν την αργόσυρτη μελωδία που σου ρουφάει αργά αργά την τελευταία σταγόνα ελπίδας για ζωή, ο ουρανός άστραψε. Το σκοτάδι της ερήμου φωτίστηκε από εκείνον τον κεραυνό. Ακτινοβολούσε στην ψυχή μου, ξεχυνόταν σε κάθε γωνιά της. Τότε απέκτησα εκείνα τα δυο φτερά, ανοίγοντάς τα διάπλατα και αρχίζοντας να αεροβατώ προς το φως.
Σταδιακά όμως, από το πέταγμα προσγειώθηκα απότομα στη γη, όπως ο Ίκαρος, όταν πλησίασε την άκρη του ουρανού, για να νιώσει τις ζεστές ηλιαχτίδες, να διαπερνούν απαλά το δέρμα του. Γιατί ώρες ώρες, είναι τόσο ωραίος ο κόσμος, που δεν μπορείς να τον θαυμάζεις από τόσο χαμηλά κι αποφασίζεις να πετάξεις. Να πετάξεις ψηλότερα.
Έτσι, άρχισα να αεροβατώ ανέμελα στην αρχή. Μα έπειτα με ανασφάλεια, καθώς γνωρίζω πως ό,τι όμορφο συμβαίνει στη ζωή συνήθως είναι σύντομο. Μια στιγμή πίστευα ότι ήταν, που θα τέλειωνε απροσδόκητα. Όμως τέτοια αναγέννηση τι να την κάνεις; Συνέχισα να πετώ πάνω από τα σύννεφα, θαυμάζοντας την ευμορφία της ζωής.
Αλλά όταν φτάνεις κοντά στον ήλιο, καίγεσαι. Αν πλησιάσεις πολύ την πανσέληνο τυφλώνεσαι από το κάλλος. Αν ακουμπήσεις τα άστρα, στη γη σού φαίνονται όλα τόσο ανέλπιστα μικρά. Τόσο ανεπαρκή, τόσο λίγα.
Τώρα θα αναρωτιέσαι πως ανακάλυψα τόση μαγεία, που όταν αντίκρισα ξανά τη γη μου έμοιαζε μικρή και λίγη. Πριν κάποιους μήνες είδα την ευτυχία. Την είδα με τα ίδια μου τα μάτια, να περνά ξυστά από δίπλα μου. Παραλίγο να την πιάσω στα δυο μου χέρια. Ναι, παραλίγο. Βλέπεις, με πλησίασε, σε μια εποχή που απαγορευόταν να πλησιάσεις οποιονδήποτε. Αδυνατούσες να έρθεις κοντά με οτιδήποτε. Σκληρή εποχή. Μα δεν με πείραξε τότε που δεν την άγγιξα, γιατί από την όψη της και μόνο, ευφράνθηκε η ψυχή μου. Άναψε μέσα της μια σπίθα. Στον εσωτερικό κατακλυσμό μου, όταν έβρεχε καταρρακτωδώς, έγινε το υπόστεγό μου.
Την είδα για λίγο όμως. Έπειτα εξαφανίστηκε. Χάθηκε σαν καπνός, αλλά ευτυχώς μου έμεινε αυτή η γλυκιά αίσθηση της σιγουριάς, της ασφάλειας. Κράτησε καιρό. Δεν είναι άλλωστε λίγο να αντικρίσεις την ευτυχία προσωποποιημένη. Να στέκεται μπροστά σου ενσαρκωμένη, να σου χαμογελάει. Ωστόσο, το όμορφο αυτό συναίσθημα σιγά σιγά υποχωρούσε, δίνοντας ζωή στην αβεβαιότητα. Ώσπου αναπάντεχα, ξανάναψε μέσα μου αυτή η σπίθα, διακρίνοντας ένα πεφταστέρι. Σημάδι ότι θα ερχόταν, τα φτερά πάλι να φέρει.
Το ακολούθησα, πιστεύοντας πως θα πραγματοποιήσει κάποια ευχή μου. Τότε, ξαναφάνηκε η ευτυχία ή μάλλον η σκιά της. Μα αυτή τη φορά δεν ένιωσα πλήρης από την αμυδρή της όψη. Την σκέπασε ομίχλη. Ίσα που αχνοφαινόταν στον ορίζοντα. Έμεινα να περιμένω. Την έχασα από τα μάτια μου. Όμως σε κάθε στροφή που έπαιρνα, ήλπιζα να εμφανιστεί μπροστά μου. Ήλπιζα να περιμένει στο επόμενο στενό. Ήλπιζα… Μα κρίμα η ελπίδα, κρίμα. «Έπρεπε να το ξέρω, η ευτυχία μόνιμη δεν είναι», σκέφτηκα. Ένιωσα την καρδιά μου να τυλίγεται στις φλόγες της απόγνωσης. Έφτανα στην τελευταία οδό και η ελπίδα έσβηνε. Έσβηνε όπως το φυτίλι του κεριού, που τρεμοπαίζοντας λιώνει τα θεμέλιά του αργά αργά. Ώσπου σβήνει αιφνίδια και όλα παραδίδονται στο σκοτάδι.
Τι να κάνω όμως; Προχωρούσα ίσια ευθεία. Δεν ξανάστριψα. Κατάλαβα ότι δεν έχει νόημα να κυνηγάω την ευτυχία. Όταν το αποφασίσει, θα τα αλλάξει πάλι όλα. Θα περιμένει να ξανακούσω τη μελωδία του θανάτου και την τελευταία στιγμή ανοίγοντας τα μισόκλειστα βλέφαρά μου, θα με επαναφέρει πάλι στη ζωή. Θα με αφήσει να πετάξω ψηλότερα. Και ποιος ξέρει; Μπορεί να κάνει την προσγείωση πιο ομαλή. Ίσως να επανεμφανιστεί πιο καθαρά. Να περάσει πάλι ξυστά δίπλα μου και μπορεί να με αγγίξει.
Γιατί στα λέω όλα αυτά; Για να συνεχίσω να ελπίζω. Γιατί όταν ακούγεται κάτι με φωνή δίχως να μένει απλά στη σκέψη, είναι πιο πιθανό να συμβεί. Γιατί έχω ανάγκη να τα πω σε εσένα, σε κανέναν άλλο. Ο λόγος; Όταν έχεις να δεις κάποιον από την παιδική σου ηλικία και ίσα που θυμάσαι τις μικρές σας στιγμές, τον εξιδανικεύεις στο μυαλό σου. Έτσι, σε έχω εξιδανικεύσει. Γιατί; Επειδή το χρειάζομαι. Όσο λείπει η ευτυχία και μεγαλώνω, συνειδητοποιώντας την δυστυχία του κόσμου, θέλω να ελπίζω. Να ελπίζω πως υπάρχουν άνθρωποι, που ως το τέλος της ζωής τους παραμένουν ανθρώπινοι παρά τα αδιέξοδα που συναντούν. Όπως εσύ παππού. Γιατί ακόμα και τώρα που σου μιλώ, γνωρίζοντας ότι είσαι ριζωμένος δύο μέτρα κάτω από τη γη, επιλέγω να πιστεύω πως δεν είσαι, νομίζοντας πως στέκεσαι δίπλα μου. Πως με προσέχεις. Πως με οδηγείς ασυνείδητα σε εκείνη. Γιατί στα λέω όλα αυτά; Για να μου θυμίζεις και στις πιο αφόρητες στιγμές μου, όταν πέφτω χαμηλά, ότι πριν κάτι μήνες μου δόθηκαν δυο φτερά. Ότι ίσως ξαναπετάξω.
Ψευδώνυμο: Μια Φωνή
Το καλοκαίρι έρχεται
Έρχεται το καλοκαίρι
Με βουτιές και με γαλάζια μέρη
Καλωσορίζει ο ήλιος την ημέρα
και της τραγουδάει καλημέρα
Νύχτες ολόκληρες περπατώ
Μες το κλίμα το καλοκαιρινό
Βαδίζω δίπλα στην ακρογιαλιά
Όσο ο ήλιος μου κρατάει συντροφιά
Τα παιδιά κολυμπoύν με χάρη
Πάνω στο κύμα σαν το ψάρι
Χωρίς άγχος, χωρίς στρες
Απολαμβάνουν τις καλοκαιρινές λιχουδιές
Το σύννεφο, σαν μαξιλάρι
Τους υποδέχεται με χάρη
Και τους τραγουδάει με καμάρι
Όπου τους φέρνει ζάλη
Τα καράβια πλέουν χαλαρά
Μες τα κύματα τα μαγικά
Και οι άνθρωποι ξαπλώνουν στην αμμουδιά
Όπως τα μικρά παιδιά
Στην ψυχή μου φωλιάζει η ζεστασιά
Του ήλιου και της θάλασσας
Δύο στοιχεία διαφορετικά
Συγκρούονται ομαλά
Το καλοκαίρι εξαφανίζεται
Με την ξεγνοιασιά και την ελευθερία
Και έρχεται ο Σεπτέμβρης
με το άγχος και την ανησυχία
Ψευδώνυμο: Βάννα Καρούλου Λέκκα
ΙΜΑΡΕΤ – Η μουσουλμάνα ΝΙΛΓΚΙΟΥΝ
Είμαι η Νιλγκιούν, μία νεαρή μουσουλμάνα.
Γεννήθηκα, μεγάλωσα και παντρεύτηκα στην Άρτα την εποχή που η Ελλάδα αποκτούσε την «ελευθερία της» από εμάς, ενώ ακόμη στην περιοχή μας δεν είχαμε ακόμη ζήσει αυτήν την επαναστατική αλλαγή, παρότι πλησίαζε αυτή η ώρα.
Δεν θα μπορούσα να περιγράψω τον χαρακτήρα μου, αν δεν περιέγραφα πρώτα το κλίμα της εποχής μου αλλά κυρίως τα έθιμα της θρησκείας μου. Χωρίς αμφιβολία δεν υπήρχε εκτίμηση στο γυναικείο φύλο, σεβασμός, αξιοκρατία, ελευθερία λόγου και επιλογών, αγάπη. Το να είσαι μουσουλμάνα και μάλιστα την εποχή που έζησα, δεν ήταν ό, τι καλύτερο. Δεν είχες δικαιώματα. Ζούσες μόνο με σκοπό να σε παντρέψουν και να γεννήσεις παιδιά και μάλιστα θα ήταν «ευλογία» αν ήταν αγόρια. Ενώ τα θηλυκά των χριστιανών, όσο και να ακολουθούσαν κι αυτά τους αντίστοιχους ηθικούς νόμους της θρησκείας τους, είχαν τη δυνατότητα να απολαύσουν περισσότερα προνόμια από εμάς τις μουσουλμάνες. Εκείνα, είχαν λόγο μέσα σε μία υγιή οικογένεια, εργάζονταν, κυκλοφορούσαν έξω, μορφώνονταν.
Σύμφωνα λοιπόν με εκείνο το πλαίσιο ζωής, θα έλεγα για τον χαρακτήρα μου ότι μέχρι να παντρευτώ ήμουν υπάκουη, χαμηλών τόνων και ακολουθούσα πιστά τις εντολές και τα έθιμα που μου έμαθαν στην οικογένειά μου. Σεβόμουν και βοηθούσα τη μητέρα μου και τα αδέλφια μου μέσα στο σπίτι και μάθαινα κοντά τους πώς θα ετοιμαστώ να πάρω τον ρόλο της συζύγου και μητέρας όταν θα με πάντρευαν.
Δεν είχα ιδιαίτερες επαφές με τον έξω κόσμο παρά μόνο όσο μου επιτρεπόταν από τους γονείς μου. Δεν πήγα σχολείο γιατί δεν ήταν απαραίτητο για τα κορίτσια των Τούρκων και φυσικά ούτε λόγος ν΄ αποφασίσω για το μέλλον μου. Δεχόμουν χωρίς εντάσεις και αντιρρήσεις τη μοίρα μου και η ζωή μου κυλούσε ήρεμη, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις και προκλήσεις.
Ήρθε όμως η ώρα που κοιτώντας από το παράθυρο, διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας με έναν Έλληνα. Δεν είχε ελπίδα οποιοδήποτε όνειρο κι αν έκανα για αυτόν. Τόλμησα και ρίσκαρα να μιλήσω κάποιες φορές μαζί του έξω στο σοκάκι αλλά τίποτα παραπάνω. Την ελπίδα ότι κάτι μπορεί να άλλαζε την τύχη μου και να διαλέξω εγώ τον μέλλοντα σύζυγό μου, έκοψε η απόφαση του πατέρα μου να παντρευτώ στα 18 μου έναν 55άρη άγνωστο σε εμένα άνδρα. Τη αδικία ! Τη θλίψη !
Ακόμη και τώρα δεν μπορούσα να φέρω αντιρρήσεις. Δέχθηκα να εξελιχθούν τα γεγονότα σύμφωνα με τις αποφάσεις του πατέρα μου.
Ούτε εγώ η ίδια δεν υπολόγισα τον εαυτό μου και δεν τον σεβάστηκα, αφού χωρίς δεύτερη κουβέντα παντρεύτηκα αυτόν τον άγνωστο άνθρωπο.
Όμως, όπως αποδείχθηκε, τόλμησα να ζήσω για λίγο ευτυχισμένη και χαρούμενη παραβαίνοντας τους ηθικούς νόμους που πρέπει να σέβεται μία παντρεμένη γυναίκα. Συνέχισα να βλέπω τον Έλληνα, αψηφώντας τον κίνδυνο να καταλάβουν τί έκανα και να τιμωρηθώ ανάλογα. Η τιμωρία δεν άργησε! Ο άνδρας μου καταπάτησε κάθε όριο αξιοπρέπειάς μου και με διαπόμπευσε με τον χειρότερο τρόπο σε όλη την πόλη. Εκεί ντράπηκα τόσο πολύ που θεωρώ ότι στάθηκα αδύναμη ν’ αντιδράσω και υπερασπιστώ τον εαυτό μου, ακόμη κι αν είχα το ίδιο τέλος.
Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω και να ξανακερδίσω τη ζωή που μου αφαίρεσε ο νόμιμος άνδρας μου θα έλεγα στον εαυτό μου: «Νιλγκιούν, μπράβο που πήγες κόντρα στα θέλω των άλλων.»
Αν κάποτε ξαναγυρίσω στην ζωή, δεν θ’ αλλάξω τίποτα από τον χαρακτήρα μου. Εύχομαι μόνο να έχει αλλάξει ο κόσμος, οι άλλοι!
Δεύτερη Ευκαιρία
Η μέρα μου ξεκίνησε με τις ίδιες πρωινές συνήθειες και το ίδιο συνηθισμένο δρομολόγιο για να φτάσω στη δουλειά μου!! Η καθημερινή μου εβδομαδιαία ρουτίνα με μόνο διάλειμμα τα μοναχικά Σαββατοκύριακα συντροφιά με μια τηλεόραση.
Τίποτα όμως δεν με προετοίμαζε γι’ αυτό που θα ακολουθούσε και πως από αυτή την ημέρα τίποτα δεν θα ήταν ίδιο…
Περιμένοντας το φανάρι για να διασχίσω τη μεγάλη λεωφόρο, αντιλαμβάνομαι στην απέναντι πλευρά του δρόμου έναν ηλικιωμένο άντρα να πέφτει, να καταρρέει, να ζητάει βοήθεια… Κοιτάζω γύρω μου, δεν υπάρχει κάποιος άλλος περαστικός για να βοηθήσει. Τρομάζω και τρέχω να βοηθήσω. Τουλάχιστον, θέλω να πιστεύω, δεν έχω χάσει ακόμη την ανθρωπιά μου. Προσπαθεί να σηκωθεί, αλλά τα γέρικα πόδια του δεν τον κρατάνε. Γίνομαι το δεκανίκι του και αποφασίζω να τον συνοδεύσω στο σπίτι του. Ας καθυστερήσω λίγο στη δουλειά μου, δεν πειράζει, δεν το έχω ξανακάνει, θα βρω μια δικαιολογία όπως κάνουν όλοι. Ίσως να μην προσέξουν καν την απουσία μου.
«Μένω εδώ κοντά» μου λέει. «Σ’ ευχαριστώ πολύ κοπέλα μου, ο θεός να σ’ έχει καλά». Μια ευχή που βγαίνει μέσα από τα βάθη της καρδιά του. Φτάνουμε σε μια παλιά μονοκατοικία. Δεν την είχα προσέξει ποτέ ως τώρα και ας περνάω κάθε μέρα από τη συγκεκριμένη γειτονία. «Σκέψου πόσο απορροφημένη είσαι στις σκέψεις σου που δεν προσέχεις τίποτα πια», μαλώνω νοερά τον εαυτό μου.
Μπαίνουμε σε ένα μικρό δωματιάκι που όμως είναι λουσμένο στο φως. Πάνω σε ένα παλιό κομοδίνο υπάρχει μόνο ένα μισόσβηστο κερί για συντροφιά. Τίποτα δεν κουνιόταν και ησυχία κυριαρχούσε παντού. Ήταν σαν να γνώριζε ο γέρος πως εκεί θα άφηνε την τελευταία του πνοή, μόνος. Τον έβαλα να ξαπλώσει στο κρεβάτι του, του έφερα λίγο νερό και κάθισα και εγώ δίπλα του. Δεν ήθελα να τον αφήσω να ταλαιπωρείται και να πεθάνει μόνος του. Έκλεισα γλυκά στη χούφτα μου το γέρικό του χέρι. Ένιωσα σαν να τον γνώριζα από παλιά. Αμέσως το πρόσωπό του φωτίστηκε. Σαν να μου φάνηκε νεότερος, οι ρυτίδες δεν αυλάκων πλέον τόσο έντονα το πρόσωπό του. Τον κοίταξα στα μάτια και τότε διέκρινα μέσα τους το φόβο. Δεν ήταν όμως ο φόβος του θανάτου, ήταν κάτι άλλο που δεν μπορούσα ακόμα να εξηγήσω. Μου φάνηκε όμως οικείο… Σίγουρα κάτι μου θύμιζε, άλλα δεν μπορούσα ακόμα να το ανασύρω από τη λήθη του μυαλού μου. Και τότε ήταν που τον άκουσα να κλαίει γοερά, με λυγμούς, σα μικρό παιδί. Συνέχισα να του κρατώ το χέρι τρυφερά, ενθαρρυντικά και τον άφησα να ξεσπάσει. Όταν ηρέμησε λίγο, με κομμένη ανάσα άρχισε να μου διηγείται μια ιστορία, σκόρπιες σκέψεις, στιγμές της ίδιας του της ζωής…
«Σήμερα έκλαψα, έκλαψα πολύ. Αναπολώ τα χρόνια που άφησα να φύγουν μέσα από αυτά τα πλέον γέρικα χέρια. Οι αναμνήσεις με στοιχειώνουν. Δεν έχουν φύγει στιγμή από το νου μου. Λησμονώ τη ζωή, τη ζωή που μου ξέφυγε και δεν μπορώ πια να την πιάσω. Δεν έχω άλλες δυνάμεις, δεν μπορώ να τρέξω. Τα πόδια μου δεν υπακούνε τη θέλησή μου. Θέλω να γελάσω, να τρέξω, να παίξω ξανά στους δρόμους σαν ανέμελο παιδί. Να πιάσω το νήμα της ζωής μου από την αρχή. Μα δεν μπορώ. Τα χρόνια δεν γυρίζουν πίσω. Οι τύψεις τρώνε το μυαλό μου αργά και βασανιστικά. Σκέφτομαι τα λάθη του παρελθόντος, τι θα μπορούσα να κάνω αλλιώς, να το αλλάξω και το μόνο που καταφέρνω είναι να με πλημμυρίζει η λύπη.
Σκέφτομαι, όλο σκέφτομαι. Θέλω επιτέλους να σηκωθώ από το κρεβάτι και να γίνω ένα παιδί γεμάτο νιάτα και αγνότητα, να μην κουβαλάω στην πλάτη μου τα προβλήματα των γηρατειών που με τρομάζουν. Θέλω να ζήσω χωρίς φόβο, απλά θέλω να ζήσω!!! Τώρα που ο θάνατος απλώνει τις φτερούγες του για να με τυλίξει σφιχτά στην αγκαλιά του, τώρα θέλω να του ξεφύγω και να Ζήσω!!! Θέλω να τον ξεγελάσω και να του κρυφτώ, σαν το παιχνίδι που έπαιζα μικρός. Αλλά δυστυχώς αναζητάς κάτι μόνο όταν το χάσεις….πιο πριν το λησμονείς.»
Χάνεται για λίγο στις σκέψεις του, στις θυμίσεις του. «Από μικρό παιδί γνώρισα την ορφάνια. Δεν πρόλαβα να αισθανθώ την πατρική φιγούρα. Προτού καλά καλά μάθω να περπατάω χάσαμε τον πατέρα μου στον πόλεμο. Τον γνώρισα μόνο από μέσα από μερικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Για μένα ήταν μια ξεθωριασμένη φιγούρα, τίποτα περισσότερο. Και από την άλλη η μάνα μου. Στάθηκε και μάνα και πατέρας, αλλά δυστυχώς όχι για πολύ.
Η τύχη μου για μια ακόμα φορά με εγκατέλειψε. Δεν άντεξα… ο πόνος δυσβάσταχτος και εγώ έρμαιό της. Άφησα τη θλίψη, σαν μια άλλη ξελογιάστρα σειρήνα, να με υποτάξει και να με παρασύρει στο δικό της κόσμο. Χάθηκα! Ξέχασα ποιος είμαι και που πηγαίνω. Έγινα μια άβουλη μαριονέτα και άφησα τους άλλους να κινούν τα νήματα της ζωής μου. Και τι κατάλαβα; Τίποτα…έμεινα μόνος σ’ ένα σπίτι χωρίς γέλια, παιδικές φωνές, νεανικά όνειρα. Απέρριψα κάθε βοήθεια, κάθε ανθρώπινη συντροφιά. Το μόνο που έκανα είναι να λυπάμαι τον εαυτό μου και να ρίχνω το φταίξιμο στη μοίρα μου. Και ξαφνικά άνοιξα τα μάτια μου και βρέθηκα στο σήμερα. Κοιτάζω τον καθρέφτη και αντικρύζω έναν άνθρωπο γέρο, αγέλαστο, γεμάτο ρυτίδες. Μόνο κάτι στα μάτια μου μου υπενθυμίζει ότι είμαι ακόμα ζωντανός, όμως καταλαβαίνω όχι για πολύ ακόμα…Θεέ μου τι έκανα;»
Σταματάει να πάρει μια ανάσα και με κοιτάζει. Αισθάνομαι ότι το βλέμμα του διεισδύει στα πιο μακρινά μονοπάτια της ψυχής μου. Δεν του αρέσει αυτό που αντικρύζει.
«Άτιμο πράγμα η μοναξιά κόρη μου. Εύχομαι να μην κάνεις κι εσύ τα ίδια λάθη μ’ εμένα. Είσαι νέα έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου. Μπορείς να τα καταφέρεις. Μην καταντήσεις σαν κι εμένα, ένα άδειο κουφάρι. Ζήσε άφοβα, μην αφήσεις τη ζωή να φύγει χωρίς καν να την έχεις ζήσει. Για μια φορά στη ζωή νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη. Ο μαύρος καβαλάρης πλησιάζει, αλλά δεν φοβάμαι. Είσαι δίπλα μου. Σ’ ευχαριστώ!!! Μόνο σε παρακαλώ άκουσε την τελευταία μου επιθυμία!!! ΖΗΣΕ!!!!»
Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια του γέρου και άφησε πίσω του το γέρικο, κουρασμένο σώμα του, όπως οι πεταλούδες αφήνουν το κουκούλι τους, και άφησε επιτέλους ελεύθερη την ψυχή του να περιπλανηθεί στο φωτεινά σοκάκια των ουρανών.
Έκλαψα πολύ… για τον γέρο, που μέχρι χθες μου ήταν άγνωστος, που έφυγε, για τη δική μου ζωή μέχρι τώρα. Μέσα από τα δάκρυά μου βλέπω τη δική μου ζωή, σαν παρατηρητής, σαν αντικειμενικός κριτής…. Τι είδα; Όλα όσα περιέγραφε ο γέρος για τη δική του ζωή. Όχι δεν θα γίνω σαν αυτόν. Η μοίρα τον έφερε κοντά μου για να με σώσει, να ξυπνήσω από τη λήθη μου, να βγω από το καλοφτιαγμένο καβούκι μου!!!
Σ’ ευχαριστώ ΖΩΗ, σ’ ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δίνεις!!!!
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΔΡΑΣΗ
Η μέρα που τόσο πολύ περίμενε η Αριάδνη, είχε επιτέλους φτάσει. Ήταν η πρώτη της μέρα στο καινούριο της σχολείο και όσο ανυπομονούσε, άλλο τόσο ήθελε να παγώσει τον χρόνο και να μην έρθει ποτέ αυτή η αμήχανη στιγμή που θα πρέπει να γνωριστεί με τους καινούριους της συμμαθητές και καθηγητές.
Από το παλιό της σχολείο στην Θεσσαλονίκη δεν είχε και τις καλύτερες αναμνήσεις, αφού κάθε χρόνο αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα. Όλοι την κορόιδευαν για τα παραπανίσια κιλά της. Η ίδια το είχε αποδεχθεί και ένιωθε καλά με τον εαυτό της, όμως ποτέ δεν μπορούσε να μην επηρεάζεται ψυχολογικά από τα αρνητικά σχόλια των γύρω της.
Παίρνοντας τον δρόμο από το σπίτι της προς το νέο σχολείο της παρακαλούσε να μην αντιμετωπίσει το ίδιο πρόβλημα και ευχόταν να καταφέρει να κάνει φίλους. Όταν έφτασε, την υποδέχθηκε μία καθηγήτρια. Της έδειξε τα κατατόπια του σχολείου και αμέσως κατάφερε να την κάνει να νιώσει πιο οικεία. Όσο περίμενε στο προαύλιο, είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με ένα κορίτσι από την τάξη της την Μαρία. Προσφέρθηκε να της εξηγήσει τον τρόπο λειτουργίας του σχολείου και την πήγε μια βόλτα στον χώρο που κάνουν διάλειμμα.
Λίγο μετά, χτύπησε το κουδούνι κι όλα τα παιδιά πήγαν στις τάξεις τους. Η Αριάδνη κάθισε με την Μαρία και μπήκε μια καθηγήτρια.
- Εγώ παιδιά είμαι η κυρία Χριστίνα Γιαννοπούλου και διδάσκω Νεοελληνική Γλώσσα. Είπε η καθηγήτρια.
Στη συνέχεια όλοι συστήθηκαν μεταξύ τους και βγήκαν για διάλειμμα. Η υπόλοιπη ημέρα, κύλησε ήρεμα. Η Αριάδνη γνώρισε τους συμμαθητές και τους καθηγητές της και είχε τις καλύτερες εντυπώσεις.
Όταν γύρισε στο σπίτι, διηγήθηκε στην μητέρα της πώς πέρασε και αμέσως κλείστηκε στο δωμάτιό της. Ήταν φανερό πως η αλλαγή κατοικίας και η μεγάλη μετακόμιση από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα την είχε επηρεάσει ψυχολογικά. Δεν ήταν εύκολο για εκείνη να το αποδεχθεί, καθώς όλες οι αναμνήσεις της βρίσκονταν εκεί και έπρεπε ξαφνικά να ξαναξεκινήσει από την αρχή.
Οι μέρες στο σχολείο κυλούσαν αδιάφορα για την Αριάδνη και δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σιγά σιγά όμως, εκείνη και η Μαρία έγιναν κολλητές φίλες και αυτό την ανακούφιζε και την έκανε να ξεφεύγει από τους προβληματισμούς της. Κάποια στιγμή, η Μαρία ρώτησε την Αριάδνη για το παλιό της σχολείο. Η Αριάδνη πήρε μια βαθιά ανάσα και της εξομολογήθηκε για το μπούλινγκ που δεχόταν από τους συμμαθητές της. Προς έκπληξή της, η Μαρία της είπε πως και εκείνη μια περίοδο δεχόταν σχολικό εκφοβισμό διότι ήταν πολύ αδύνατη και τα παιδιά την αποκαλούσαν «κοκκαλιάρα» ή «σκελετό» οπότε ξέρει από πρώτο χέρι πως ένιωθε.
Οι απογευματινές τους συναντήσεις εκτός σχολείου άρχισαν να πυκνώνουν και έφτασαν να βγαίνουν κάθε μέρα μαζί για βόλτες, διάβαζαν μαζί και περνούσαν πολύ όμορφα. Δύο εβδομάδες περίπου μετά την συζήτησή τους για τον σχολικό εκφοβισμό που δεχόντουσαν, αντιλήφθηκαν πως υπήρχε ένα κορίτσι από το άλλο τμήμα της πρώτης γυμνασίου, η Ελένη που δεχόταν μπούλινγκ για τα κιλά της απλώς επειδή ήταν λίγο πιο γεματούλα. Της μιλήσαν και αποφάσισαν πως πρέπει κάτι να γίνει για να σταματήσει όλο αυτό και κανένα παιδί να μην το βιώσει ποτέ.
Άρχισαν να συναντιούνται όλες μαζί και σχεδίαζαν να κάνουν κάτι με σκοπό, να περάσουν το μήνυμα κατά του σχολικού εκφοβισμού. Έτσι κατέληξαν στο να δημιουργήσουν μια ιστοσελίδα στο διαδίκτυο με την βοήθεια της μεγαλύτερης αδερφής της Μαρίας. Την επόμενη μέρα κόλλησαν παντού στο σχολείο αφίσες με το όνομα της ιστοσελίδας και από κάτω είχαν γράψει συνθήματα κατά του μπούλινγκ. Υπήρχαν διάφορες αντιδράσεις όσο αφορά την συγκεκριμένη πρωτοβουλία. Οι περισσότερες ήταν θετικές, όμως δεν έλειψαν και οι αρνητικές που ήταν φυσικά από τα παιδιά που παρενοχλούσαν άλλους μαθητές.
Μετά την συγκεκριμένη δράση των κοριτσιών, τα περιστατικά εκφοβισμού στο σχολείο άρχισαν να περιορίζονται σε σημαντικό σημείο ώσπου οι περιπτώσεις παρενόχλησης έγιναν μηδενικές. Τα κορίτσια είχαν αντιληφθεί πως η αποστολή τους είχε έρθει εις πέρας μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς και ήταν απίστευτα χαρούμενες για αυτό.
Όλες μαζί οργάνωσαν ένα πάρτι στο σπίτι της Μαρίας για να το γιορτάσουν και κάλεσαν όλα τα παιδιά από την Α’ Γυμνασίου. Είχαν στολίσει τον χώρο, είχαν φτιάξει γωνιά καραόκε, παντού έβλεπες νόστιμα φαγητά και γλυκά και φυσικά δεν έλλειψαν οι ξέφρενοι χοροί και τα τραγούδια. Ήταν όλοι πραγματικά χαρούμενοι.
Δύο μέρες μετά το πάρτι ήταν όλοι οι γονείς και οι μαθητές καλεσμένοι στο σχολείο, καθώς ήταν το κλείσιμο της χρονιάς. Όλα τα παιδιά παρέλαβαν τον έπαινο προόδου τους και στο τέλος είχαν μείνει η Αριάδνη, η Μαρία και η Ελένη. Ο γυμνασιάρχης τις φώναξε να πάνε να παραλάβουν τον έπαινό τους. Την ίδια στιγμή, άρχισαν όλοι να χειροκροτούν τις τρεις κοπέλες και να φωνάζουν συνθήματα κατά του σχολικού εκφοβισμού. Ο γυμνασιάρχης μίλησε για το έργο τους και τις συνεχάρη.
Αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος να κλείσει η σχολική χρονιά για την Αριάδνη, την Μαρία και την Ελένη. Είχαν διαδώσει ένα πάρα πολύ ισχυρό μήνυμα κατά του σχολικού εκφοβισμού και είχαν καταφέρει να ξεπεράσουν τις προσωπικές τους άσχημες εμπειρίες πάνω σε αυτό το θέμα. Τις περίμενε ένα ξέγνοιαστο και υπέροχο καλοκαίρι γεμάτο όμορφες αναμνήσεις.
Ψευδώνυμο: alice (άλις)